- διαπυρώ
- διαπυρῶ, -όω (Α) [πυρώ]1. πυρπολώ, κατακαίω2. πυρακτώνω, καταφλέγωδιαπυροῡμαι1. εξάπτομαι1. καίγομαι από δίψα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπύρῳ — διάπυρος red hot masc/fem/neut dat sg διαπυρος red hot masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπύρωι — διαπύρῳ , διάπυρος red hot masc/fem/neut dat sg διαπύρῳ , διαπυρος red hot masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… … Dictionary of Greek
διαπύρωση — η (Α διαπύρωσις, εως) [διαπυρώ] 1. πύρωμα, πυράκτωση 2. κατάκαυση … Dictionary of Greek